- ταρσεκτομή
- και ταρσεκτομία η, Νιατρ.1. χειρουργική επέμβαση που συνίσταται στην εκτομή ενός τμήματος τών οστών τού ταρσού για τη διόρθωση ορθοπεδικών παθήσεων τού ποδιού2. χειρουργική επέμβαση στον ταρσό τών βλεφάρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tarsectomy < ταρσός + εκτομή].
Dictionary of Greek. 2013.